- ἐπιγλωσσίς
- ἐπιγλωσσίςvalve which covers the larynxfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιγλωσσίς — η βλ. επιγλωττίς … Dictionary of Greek
ἐπιγλωττίς — ἐπιγλωσσίς , ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγλωσσίδα — ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγλωσσίδος — ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
epiglosis — (Del lat. epiglosis < gr. epi, sobre + glossa, lengua.) ► sustantivo femenino ZOOLOGÍA Parte de la boca de los insectos himenópteros. IRREG. plural epiglosis * * * epiglosis (del lat. «epiglossis», del gr. «epiglōssis») 1 f. Zool. Parte de la… … Enciclopedia Universal
επιγλωττίδα — Πτυχή από τένοντα πίσω από τη γλώσσα. Κρέμεται πάνω από την είσοδο στον λάρυγγα και προλαμβάνει την είσοδο σε αυτόν τροφής ή υγρών. επιγλωττίτιδα. Σοβαρή και ενίοτε μοιραία φλεγμονή της ε. (του ιστού που κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού και… … Dictionary of Greek
ἐπιγλωττίδα — ἐπιγλωσσίδα , ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγλωττίδας — ἐπιγλωσσίδας , ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγλωττίδι — ἐπιγλωσσίδι , ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγλωττίδος — ἐπιγλωσσίδος , ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)